- ἀποκρότῳ
- ἀπόκροτοςbeatenmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποκροτώ — ἀποκροτῶ ( έω) (Α) κροτώ με τον αντίχειρα και τον μέσο, κάνω στράκες … Dictionary of Greek
ἀποκρότωι — ἀποκρότῳ , ἀπόκροτος beaten masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek